- διαμοιρασμός
- οτο μοίρασμα των μεριδίων, η διανομή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαμοιρασμός — ο και διαμοίραση, η [διαμοιράζω] χωρισμός σε μερίδια και μοίρασμα τους … Dictionary of Greek
διαμερισμός — ο (AM διαμερισμός) [διαμερίζω] κατανομή, διανομή, διαμοιρασμός αρχ. ασυμφωνία, έχθρα … Dictionary of Greek
διαμοίραση — η βλ. διαμοιρασμός … Dictionary of Greek